σταυρός

σταυρός
σταυρός το
крест –
1) орудие смерти Спасителя, соделавшееся для христиан орудием спасения и знамением победы над смертью и дьяволом:

Τίμιος Σταυρός — Честный Животворящий Крест Господень;

2) совокупность жизненных лишений, страданий, тяжелых обязанностей, мучительной борьбы нравственного долга с искушениями греха – всего, что христианин обязан выносить мужественно и благодушно, не нарушая требований религии и внушений чистой совести:

καθένας σηκώνει τον δικό του σταυρό — каждый несет свой крест;

ΦΡ.
με τον σταυρό στο χέρι — по-божески, похристиански
φιλώ σταυρό — целовать крест
ο σταυρός τού μαρτυρίου см. μαρτύριο
κάνω τον σταυρό μου — креститься, осенять себя крестным знамением
Этим.
< дргр. σταυρός < ίστημι «устанавливать вертикально»7

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σταυρός" в других словарях:

  • σταυρός — upright pale masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — ο 1. όργανο θανατικής εκτέλεσης που αποτελείται από δύο δοκάρια κάθετα μεταξύ τους: Ο Χριστός μετέφερε στους ώμους του το σταυρό του μαρτυρίου. 2. καθετί που έχει το σχήμα του οργάνου αυτού: Φορούσε στο λαιμό της χρυσό σταυρό. – Του απονεμήθηκε ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σταυρός — Sp Stãvras Ap Σταυρός/Stavros L Itakės s. (Jonijos j.), C, Š ir ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρός Νότιος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός, που αποτελείται από τέσσερα κύρια άστρα σε σχήμα σταυρού. Το πρώτο, 13o σε λαμπρότητα σ’ ολόκληρο τον ουρανό, είναι τριπλό …   Dictionary of Greek

  • Ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αγκυλωτός σταυρός — Συμβολικός σταυρός, τα άκρα του οποίου κάμπτονται. Διακρίνουμε δύο τύπους α.σ., τη σβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα αριστερά, και τη σαουβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα δεξιά. Ο α.σ. είναι πανάρχαιο σύμβολο του ήλιου και της …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης, Σταύρος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1865 – 1926). Πρωτοπόρος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Άρχισε τη σοσιαλιστική πολιτική του δράση το 1884 (ως σπουδαστής του Πολυτεχνείου) και το 1890 οργάνωσε τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Όμιλο (με περισσότερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»